Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὁ Κόθορνος

См. также в других словарях:

  • κόθορνος — buskin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόθορνος — Υπόδημα που φορούσαν οι ηθοποιοί της αρχαίας τραγωδίας. Επρόκειτο για μια κοντή μπότα που δενόταν μπροστά με κορδόνια και είχε παχύ πέλμα, ώστε να προσδίδει μεγαλύτερο ανάστημα στον υποκριτή. Στον κ. –του οποίου η εισαγωγή στο αρχαίο ελληνικό… …   Dictionary of Greek

  • κόθορνος — ο παπούτσι με παχύτατο πέλμα που φορούνταν από τους υποκριτές της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοθόρνω — κόθορνος buskin masc nom/voc/acc dual κόθορνος buskin masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Котурн — (Κόθορνος) высокие сандалии, носившиеся древнегреческими трагическими актерами для большей величественности и увеличения роста. К. надевался одинаково удобно на обе ноги, вследствие чего применялся и как прозвание для политических индифферентов… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • κοθόρνοις — κόθορνος buskin masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοθόρνου — κόθορνος buskin masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοθόρνους — κόθορνος buskin masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοθόρνων — κόθορνος buskin masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοθόρνῳ — κόθορνος buskin masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόθορνοι — κόθορνος buskin masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»